δάπτω
• Morfología: [ép. pres. inf. δαπτέμεν Il.23.183]
1 devorar de anim.
οἱ δὲ λύκοι ... ἔλαφονIl.16.159, cf. 11.481,
Ἕκτορα δ' οὔ τι δώσω Πριαμίδην πυρὶ δαπτέμεν, ἀλλὰ κύνεσσινIl.l.c., cf. Q.S.10.404,
αἰγὸς πόσις ... οἴνης ... ἔδαψε κλάδουςAP 9.99 (Leon.), de pers.
ἀλλήλους δάπτοντεςEmp.B 136,
γαῖαν ... ὀδὰξ δάψουσιLyc.1006, del fuego
ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες ... Σικελίας λευροὺς γύαςA.Pr.368, cf. en v. pas. B.16.14.
2 desgarrar, arañar de la lanza
χρόα λειριόενταIl.13.831, de las uñas
παρειάνA.Supp.70, de un pez
ὁρμιήνOpp.H.3.333
•fig. desgarrar, corroer
συννοίᾳ δάπτομαι κέαρA.Pr.437,
οἰκτρὰ συμφορὰ δ. φρέναςTrag.Adesp.700.10, de la envidia
Τελαμῶνος δάψεν υἱόνPi.N.8.23,
κακὸν ἐκεῖνο δάψει πημάτων ὑπέρτατονLyc.259
•de un tirano destrozar, maltratar
πόλινAlc.70.7, 129.23
•molestar
τὸ μὴ ῎νδικονS.OT 682.
3 roer, corroer
(χρυσόν) οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτειPi.Fr.222,
δριμὺ δάπτονAret.SD 1.9.3.
• Etimología: De *dapi̯ō, formado sobre una r. en grado ø *d°Hi̯2p-, que encontramos en lat. daps, damnum, toc. tāp- ‘comer’, cf. δαίομαι y, c. otros grados y alarg., δατέομαι < *d°Hi̯2t-, δῆμος < *deHi̯2m-, δαίνυμαι < *d°Hi̯2°n-.