< δάπις
δάπτης· >
δάπος
,
-εος, τό
• Prosodia:
[-ᾰ-]
tierra
,
suelo
ἥξει ... Πέρσης ἐπὶ σὸν δάπος ὥστε χάλαζα
Orac.Sib
.5.93.