δάνεισμα, -ματος, τό
1 préstamo a interés
δ. ... ποιήσασθαιTh.1.121, cf. I.AI 18.163,
δοθῆναιI.AI 18.164,
τοῦ δανεισθέντος ἑκάστῳ δανείσματοςPh.1.227,
δ. πράττεινconseguir un préstamo Iust.Nou.4.1
•formalización de un préstamo
τῶν μαρτύρων τῶν παραγενομένων τῷ δανείσματιD.35.9, fig.
οἷον δάνεισμα καὶ μόρια τοῦ μεγάλου κόσμουGal.19.159.
2 fig., plu. aportación c. gen. subjet.
τὰ τοῦ ἀνδρὸς δανείσματαal matrimonio, Iust.Nou.53.6, cf. 3 praef.