< δακτυλομετρέω
δακτυλοποιητικός >
δάκτῠλον
,
-ου, τό
bot., dud., quizás identificable c. la
cincoenrama
,
Potentilla reptans
L.
Ἑρμείαο τὸ δ. αἶρε χλοανθὲς πενταπετές
Poet.
de herb
.40.