δωτίνη, -ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -α Sokolowski 3.59.8, 11 (Calauria III a.C.), Theoc.17.114, SEG 41.282.9 (Argos, heleníst.)
• Prosodia: [-ῑ-]
1 don, presente c. noción de obligación o reciprocidad
ἄνδρες ... οἵ κέ ἑ δωτίνῃσι θεὸν ὣς τιμήσουσιIl.9.155, 297,
εἴ τι πόροις ξεινήϊον ἠὲ καὶ ἄλλως δοίης δωτίνην, ἥ τε ξείνων θέμις ἐστίνOd.9.268,
ἐπεὶ ο[ὔ] τιν' ἐέλπε[το φέρτερον εἶναι πάντω]ν ἡρώων κτήνεσσί τε δω[τίναις τεHes.Fr.200.9,
ἤγειρον δωτίνας ἐκ τῶν πολίων αἵτινές σφι προαιδέατό κού τιHdt.1.61, cf. 6.62,
δωτίναν ἀντάξιον ὤπασε τέχναςTheoc.l.c.,
σηκὸν ... δείμαντο δωτίνην θεᾷerigieron un templo en agradecimiento a la diosa Lyc.959, cf. Call.Fr.202.46, A.R.1.89, Orph.L.55, Q.S.2.112, 3.259
•ac. como adv. gratuitamente
Κροῖσος δέ σφι ὠνεομένοισι ἔδωκε δωτίνηνy Creso entregó gratuitamente (el oro) a los que habían ido a comprarlo Hdt.1.69, cf. 6.89,
ὅτι μὴ δωτίνην τὰ φάρμακα ἐπαλείφουσιν (ζωγράφοι)Them.Or.21.260d.
2 renta, tasa de arriendo de tierras
τὸ χωρίον ἐκδωσοῦντι δωτίναςSokolowski l.c., cf. SEG l.c., MAMA 8.544.9 (Afrodisias, imper.).