< δωριστί
Δωρίτης >
δωρίτης
,
-ου, ὁ
sc
. ἀγών
concurso en el que el vencedor recibe un regalo
οὐκ ἀργυρίτην οὐδὲ δωρίτην ἀγῶνα
Plu.2.820c,
δωρῖται οἱ θέματα διδόντες
Sch.Pi.
O
.8.101b, cf. 101a.