δωροληψία, -ας, ἡ


1 hecho de aceptar regalos, venalidad ἀδικία συνεργεῖ ... διὰ τῆς δωροληψίας T.Reub.3.6, ἀπληστία τῶν δωροληψιῶν Ephr.Syr.1.132A, cf. Eust.835.18.

2 soborno ὁ μὲν τῇ χάριτι ὁ δὲ τῇ δωροληψίᾳ ... αὐτὸν κατήγαγον D.C.39.55.3, cf. Apollon.Antimontan. en Eus.HE 5.18.2, λημμάτων ἔφεσις καὶ δωροληψίας Cyr.Al.M.70.1309B, δ., πραΰνουσα καὶ τοὺς ἐχθίστους Eust.1366.24.