< δωροδοτέω
δωροδοχεῖον >
δωροδότης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
-ας
AP
12.49 (Mel.)
dador de regalos
λάθας δ. Βρόμιος
AP
l.c., cf.
Cod.Vis.Abr
.30.