δωροδοκία, -ας, ἡ
1 aceptación de un soborno, venalidad
τῆς παρανομίας καὶ τῆς δωροδοκίας μάρτυρεςAnd.4.30,
μὴ καταγνῶναι δωροδοκίαν ἐμοῦLys.21.21,
κατηγορεῖν δωροδοκίαςacusar de venalidad Aeschin.2.3, cf. 3.149,
δ. καὶ πλεονεξίαPlu.2.27c,
τὰς χεῖρας δωροδοκίας ἀπεχόμεναςThdt.Is.10.144, frec. c. gen. de pers.
ἡ τῶν προεστώτων δ.Plb.5.43.6,
ΣκαύρουI.BI 1.132, cf. 297,
δικαστῶν ... καὶ στρατοπέδωνPlu.Cor.14
•jur. acusación por aceptación de soborno Din.Fr.4b.1, 2.
2 hecho de sobornar, soborno
τὸ τῆς δωροδοκίας μάθημαTheopomp.Hist.90,
κατὰ τὴν Ἑλλάδα τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσηςPlb.18.34.7, cf. D.H.4.40,
τὰς χώρας ἐνέπλησαν κακῶν ... δωροδοκίαις, ἁρπαγαῖςPh.2.532, cf. D.C.39.55.1, 50.7.2.