< δωδεκίς
δωδεχ- >
δωδεκόμφαλος
,
-ον
de doce abultamientos
o
salientes
semiesféricos
πόπανα δωδεκόμφαλα ὀρθόνφαλ[α
IG
2
2
.1367.28, cf. 17 (I d.C.).