< δωδεκηΐς
δωδεκήρης >
δωδεκήμερος
,
-ου, ἡ
• Alolema(s):
δωδεχήμερος
Vett.Val.361.18
periodo de doce días
,
IG
1
3
.476.40, 106 (V a.C.), Vett.Val.l.c.