δυωδεκάριθμος, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que hace el número doce
ὅτε νόσφι βέβηκε δ. ἸούδαςNonn.Par.Eu.Io.13.31.
2 doce en número
ὁμόστολοςNonn.Par.Eu.Io.2.12.
ὅτε νόσφι βέβηκε δ. ἸούδαςNonn.Par.Eu.Io.13.31.
ὁμόστολοςNonn.Par.Eu.Io.2.12.