< δυσωνέω
δύσωνος >
δυσώνης
,
-ου, ὁ
mal comprador
οὐδεὶς δ. χρηστὸν ὀψωνεῖ κρέας
Ael.Dion.
ο
33, cf. Lync. en Ath.228c.