δυσίᾱτος, -ον
• Alolema(s): jón. -ίητος Hp.Art.14, Oss.12
• Prosodia: [-ῑ-]
I
κληΐςHp.Art.14,
(φλέψ)Hp.Oss.12,
μασχάλαιHp.Prorrh.2.11,
μανίαιGorg.B 11.17,
νόσημαPl.Lg.916a,
τὰ στρογγύλα τῶν ἑλκῶνArist.Fr.238, cf. Gal.10.169, Cass.Pr.1,
νόσοςD.S.3.33, D.H.4.69,
αἱ ἐπὶ τῷ σώματι διαθέσειςGal.9.525,
τραύματαD.C.36.5.2,
πληγαίPhilostr.Gym.10
•de pers. y anim., Hp.Ep.1, Str.15.1.43
•neutr. subst.
τὰ δυσίαταlas enfermedades de difícil curación Heras en Gal.13.767.
2 fig. difícil de remediar o curar
κακόνA.A.1103, Arist.Pr.950b22, Ph.2.304,
ὀργήE.Med.520, cf. Pl.Lg.934a,
χαλεπὰ καὶ δυσίατα ἢ ... ἀνίατα ἀδικήματαPl.Lg.731b, cf. 854a, Arist.MM 1203b30,
μῆνιςPhilostr.Her.70.16,
τὰ τῆς ψυχῆς πάθη καὶ νοσήματαPh.2.43,
μῶμοςPh.1.558,
φιλαυτία ... πάθος δ.Ph.2.58
•de pers.
οἱ δυσίατοι καὶ ἀνίατοι ... διὰ κολάσεωςArist.EE 1230b8, cf. MM 1204a1,
δυσκάθαρτοι καὶ δυσίατοιde los nuevos ricos, Ph.2.274
•incorregible, implacable
δ. ἄρα ἦσθα καὶ ἀπαραίτητοςThem.Or.15.192c.
II adv. -ως en forma difícil de curar
τι μόριον πεπονθὸς δ.Gal.18(2).273, cf. 12.340.