< δυσίχνευτος
δυσκαής >
δυσίωτος
,
-ον
que tarda en oxidarse
o
se oxida con dificultad
τὸν χαλκὸν ... δυσιωτότερόν τε εἶναι τοῦ σιδήρου
Heliod. en Orib.49.3.5.