< δυσήτωρ
δυσηχής >
δυσήχεια
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
δυσηχία
Phld.
Po
.A 22.23
sonido desagradable
o
malsonante
Phld.
Po
.23.18, 24.3, l.c.