< δυσημερία
δυσήμετος >
δυσήμερος
,
-ον
difícil de domar
,
salvaje
,
feroz
νότος
Ps.Callisth.36.11
•
neutr. subst. τὸ δ.
la rudeza
,
la ferocidad
ref. a las costumbres
, Str.3.3.8,
τὸ δ. τῶν ζῴων
Ptol.
Tetr
.2.2.5.