< δυσεξίτητος
δυσεξόδευτος >
δυσέξιτος
,
-ον
difícil de atravesar
,
infranqueable
τὸ στόμα
de un golfo
, D.S.3.44,
τὸ πέρας
de un país desértico
, D.S.3.50,
τόπος
D.S.16.31.