δυσέντευκτος, -ον


desagradable en el trato, intratable δ. καὶ ἀηδής Thphr.Char.19.3, ὑπνώδους φύσει ... καὶ δυσεντεύκτου διὰ τοῦτο πολλάκις ὄντος Plu.2.27e, c. dat. τοῖς περὶ τὴν αὐλήν Plb.5.34.4, ξένοις Ast.Am.Hom.3.5.1, δ. καὶ δυσπρόσοδος Plu.Nic.5, Dio 17, de mujeres, Sch.Il.2.514
subst. τὸ δ. innaccesibilidad, comportamiento distante Ph.2.520, I.AI 13.35.