δυσάνιος, -ον
• Alolema(s): δυσήνιος Hp. en Gal.19.94, Them.Or.13.169a
I
δ. ὅστις ἐπὶ τοῖς σμικροῖς ἀνιᾶταιCritias B 42, cf. Antipho Soph.B 89,
φύσει γυνὴ δυσάνιόν ἐστιMen.Fr.812,
op. εὔθυμοςArist.Phgn.805b6.
2 medic. abatido, deprimido
γυνὴ δ. ἐκ λύπηςHp.Epid.3.17.11, cf. Hp. en Gal.l.c.
•gener., de abstr. lánguido, marchito
κάλλος ... ἔξωρον καὶ δ.Them.l.c.
II adv. -ως irasciblemente Critias B 42 (var.).