< δυσαίων
δυσᾰκής >
δυσάκεστος
,
-ον
• Alolema(s):
δυσήκ-
AP
3.19
1
difícil de curar
ἐκτρίμματα
Hp.
Fract
.29,
κοιλία
SB
12529.6 (II d.C.).
2
cruel
κάματοι
AP
l.c.