δυσάθλιος, -α, -ον
muy desgraciado
ὦ δυσάθλιαι τροφαίS.OC 328,
ἐξαποστολήLXX 3Ma.4.4,
οὐαῒ ἐμὲ δυσάθλιονSEG 38.605.4 (Macedonia, imper.).
ὦ δυσάθλιαι τροφαίS.OC 328,
ἐξαποστολήLXX 3Ma.4.4,
οὐαῒ ἐμὲ δυσάθλιονSEG 38.605.4 (Macedonia, imper.).