< δῠσ-
δυσαγέω >
δυσάγγελος
,
-ον
que anuncia desgracias
,
mensajero de desgracias
Call.
Fr
.125.3,
ἄγγελον Ἶριν ἔπεμπε δυσάγγελον
Nonn.
D
.20.184,
δ. ἵκετο Θουρεύς
Nonn.
D
.24.144, cf. 11.225,
δυσάγγελον ἴαχε φωνήν
Nonn.
D
.47.212, cf. Thdt.
Ep.Sirm
.21.