< δυσωπητικός
δυσωπία >
δυσωπητός
,
-όν
dudoso
,
sospechoso
ἵνα μηδὲ τῷ πλήθει τῶν μαρτύρων δυσωπητὰ τὰ τῆς φύσεως ... ἔργα ποιήσωμεν
Gal.11.164.