δυσχέρανσις, -εως, ἡ
disgusto como
εἶδος λύπηςAndronic.Rhod.570, cf. Plot.1.9, Simp.in Epict.15.24,
οὐδὲ δυσχεράνσεως ἀξία ἡ ὕβριςSimp.in Epict.29.18, cf. 33.52.
εἶδος λύπηςAndronic.Rhod.570, cf. Plot.1.9, Simp.in Epict.15.24,
οὐδὲ δυσχεράνσεως ἀξία ἡ ὕβριςSimp.in Epict.29.18, cf. 33.52.