< δυσχέρασμα
δυσχέρεια >
δυσχερασμός
,
-οῦ, ὁ
irritación
,
enfado
ὅταν ... σφόδρα μεγάλως τὸν ἴδιον ἐμφαίνη<ι> δυσχερασμόν
Phld.
Lib
.fr.14.7.