< δυσχειμερινός
δυσχείμερος >
δυσχειμέριος
,
-ον
frío
,
desapacible
νύκτωρ ... δυσχειμερίου τοῦ καταστήματος γεγονότος
Clem.Al.
Strom
.1.34.163.2 (cód.).