< δυσφώτιστος
δυσχάλινος >
δυσχαλής
,
-ές
1
δυσχαλέα· ἄκρατον, κακόν, λίαν ...
Hsch. (cj.).
2
δυσχαλέες· βλάσφημοι. χαλεποί
Hsch.