δυσφόρητος, -ον
I
2 insoportable, insufrible, maldito
ζέσας σὴν σάρκα δυσφόρητονhirviendo tu maldita carne E.Cyc.344 (cód.), cf. Hsch.,
δυσφορητότερον εἶναι τοῦ παρ' ἐχθρῶν πολέμου τὰς τῶν οἰκείων ἐπαναστάσειςEus.M.23.344A,
δυσφόρητον ... ἐστιν ἀνθρώπῳ τὸ ἐλέγχεσθαιCyr.Al.Luc.1.153,
ἁμαρτίαCyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4.15,
δυσφημίαCyr.Al.M.69.181B,
ἡ ... σοδομουμένη ψυχήNil.M.79.424B.
II adv. -ως aguantando mal, con dificultad Cyr.Al.M.70.48D.