δυσφράδεια, -ας, ἡ
dificultad para pronunciar
ἐπ' αὐτὸ (μηκῦναι τὸν λόγον) ... τῇ δυσφραδείᾳ φοιτήσωPs.Caes.218.412,
(κόμμα) πολλὴν δυσφράδειαν ἔχειEust.852.58.
ἐπ' αὐτὸ (μηκῦναι τὸν λόγον) ... τῇ δυσφραδείᾳ φοιτήσωPs.Caes.218.412,
(κόμμα) πολλὴν δυσφράδειαν ἔχειEust.852.58.