δυσφορέω
• Morfología: [jón. no contr. pres. ind. δυσφορέουσι Hp.Gland.12, part. δυσφορέων Hdt.5.19]
I
ἐπ' ἄλγειA.Th.780,
ἐπὶ γυναικὶ μὴ κυούσῃI.AI 1.186,
ἐπὶ τῷ γεγενημένῳI.AI 6.2, cf. Hdn.3.9.7, c. dat.
τοῖς παρεστῶσιν κακοῖςE.Andr.1234,
τῇ ἀπουσίᾳArist.Top.118a25,
πενίᾳPlu.2.467e, c. otras constr.
γυναικὸς ἀ]ποθανούσης δυσφορ[εῖPherecr.286,
οὕτω καὶ ἄμετρα δυσφορεῖςHld.6.9.3, cf. Hieronym.Phil.15a, Plu.Thes.26, Hierocl.Facet.16, Aesop.190.1
•sent. fís.
περὶ τὰς ἀναστάσιαςHp.Epid.3.1.3,
ὑπὸ τοῦ σάλουPaeo 2,
ὀλεθρίωςGal.9.617, cf. 4.420.
2 perder la paciencia, inquietarse, indignarse B.Fr.66.3 (= Lyr.Adesp.6.3), Hdt.5.19, S.El.255, X.Cyr.2.2.8, Men.Fr.862.7, Luc.Nigr.22, A.Andr.Gr.50.19, c. dat.
δυσφορεῖν φόβῳ φρενόςA.Supp.513,
λύπῃE.Rh.425, c. ac. int.
τί δυσφορεῖςAr.Th.73, cf. Ra.922, c. rég. prep.
διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς κόρηςD.S.4.61,
διὰ τὴν ... φυγήνPlu.2.216f, c. or. causal
ὅτι μὴ ἔφορος ἐγένετοD.L.1.68
•en v. med.-pas. mismo sent.
ἐμοίS.Fr.314.337,
ἐδυσφορεῖτο ὅτι δὴ οὐχ ἑκοῦσα τἀνδρὸς ἡσσηθείηProcop.Arc.10.18.
II tr. soportar mal, no aguantar
οἱ προειρημένοι ῥόοι δυσφορέουσι τὸ πλῆθοςHp.Gland.12.