< δυσφαής
δυσφάνταστος >
δυσφανής
,
-ές
1
en lo que apenas hay luz
,
oscuro
νύξ
Plu.
Luc
.9.
2
fig.
que no es perceptible
σώματος ψυχὴ δυσφανέστερόν τι χρῆμα
Them.
Or
.1.2c.