< δυσυπότακτος
δυσυφής >
δυσυποχώρητος
,
-ον
1
medic.
difícil de evacuar
o
eliminar
por defecación
,
de alimentos
τὰ δυσυποχώρητα
Archig. en Aët.11.30.
2
insoportable
Sud.s.u.
δυσύποιστος
.