< δύσυπνος
δυσύποιστος >
δυσυποβίβαστος
,
-ον
fisiol.
difícil de eliminar
ref. alimentos indigestos
ὁ σικυός
Diph.Siph. en Ath.74c,
ὁ θέρμος
Gal.6.535,
δύσπεπτος καὶ δ.
Gal.15.696.