δυστράπελος, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I
ΑἴαςS.Ai.913, cf. Arist.EE 1234a5, Poll.3.131,
χρεῶσταιOrigenes Comm.in Mt.11.9,
εἴδωλα op. εὔλογχαPlu.2.419a.
2 de cosas que no cambia fácilmente, difícil de tratar
(φλέψ) πυκινόρριψος καὶ δ.Hp.Oss.16,
ὀφθαλμίαιSor.3.3.296,
ὁ λευκὸς ῥοῦςSor.3.13.27,
νοσήματαChrys.M.59.378,
περιστάσειςConst.Or.S.C.24
•rel. la palabra difícil de resolver
πρᾶγμα <γ'> ἠρώτα με δυστράπελονHenioch.4.4,
δ. ἀπόφασιν ἔδωκε δυστράπελον καὶ δυσκατανόητονD.S.32.3.
II adv. -ως
1 de manera difícil de manejar
εἰ δ. τι σύγκειταιX.Oec.8.15,
ἔχεινX.Oec.8.16.
2 con dificultad
δ. καθαιρομένων γυναικῶνGal.14.114, cf. Poll.3.132.