δυστροπεύω
tener un carácter desagradable, sentir inclinación a causar el mal Basil.Ep.299
•en v. med. mismo sent.
αὐτὴν (Ἥραν) δυστραπευομένην συνήθως ἐπὶ τῷ ... ΠοσειδῶνιEust.973.21.
αὐτὴν (Ἥραν) δυστραπευομένην συνήθως ἐπὶ τῷ ... ΠοσειδῶνιEust.973.21.