δυστιθάσευτος, -ον
• Alolema(s): -θάσσ- Megasth.20b


difícil de domesticar ἐλέφαντες Megasth.l.c., πέρδικες Artem.2.46
fig. difícil de doblegar φθόνον ... ἀγεννὲς βλάστημα καὶ δ. Plu.2.529b, de pers. Agath.4.27.7
subst. τὸ δ. junto a τὸ ἄγριον Artem.3.12.