< δύστευκτος
δυστεχνία >
δυστευξία
,
-ας, ἡ
falta de éxito
,
fracaso
δ. πραγμάτων
Heph.Astr.
Epit
.4.38.13, cf.
Cat.Cod.Astr
.8(4).203.13.