< δύστανος
δυστάραχος >
δυσταμίευτος
,
-ον
difícil de controlar
,
irreprimible
τὸ γὰρ βίᾳ φερόμενον δυσταμίευτον
Arist.
Aud
.802
a
6,
τὸ πνεῦμα
Arist.
Aud
.800
b
31.