δυσσύνοπτος, -ον
difícil de divisar, poco visible
δ. ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασιςPlb.3.84.2,
ποταμόςPlb.8.26.6
•de abstr. difícil de captar
δυσθεώρητον δ' εἶναι καὶ δυσσύνοπτον τῆς ἀρχῆς φύσινIambl.VP 182,
τὰ πάθηGal.19.538.
δ. ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασιςPlb.3.84.2,
ποταμόςPlb.8.26.6
δυσθεώρητον δ' εἶναι καὶ δυσσύνοπτον τῆς ἀρχῆς φύσινIambl.VP 182,
τὰ πάθηGal.19.538.