< δύσρῑγος
δυσροητικός >
δυσροέω
ser desdichado
,
estar desasosegado
διὰ τί δυσροεῖς
Arr.
Epict
.2.17.14, cf. 1.28.30, 4.1.52,
de un esclavo
, Arr.
Epict
.4.1.34.