< δύσπειστος
δύσπεμπτος >
δυσπέλαστος
,
-ον
a quien es peligroso acercarse
(Ἐριννύς) δυσπλῆτίς τις οὖσα, ὅ ἐστι δ.
Sch.
Od
.15.234.