< δυσπαροξύνομαι
δύσπαυστος >
δυσπάτητος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
difícil de hollar
ὁδὸς δ. ὀξέσιν κέντροις λίθων
Luc.
Trag
.227.