< δυσπαρόδευτος
δυσπαροξύνομαι >
δυσπάροδος
,
-ον
impenetrable
,
difícil de atravesar
ἀσφάλεια
ref. a una planta empleada para hacer setos, Apollod.Artem.1,
στενά
Str.15.3.4.