δυσπάλαιστος, -ον
• Prosodia: [-πᾰ-]
difícil de combatir, ineluctable, indomable de pers., Epich.280.5,
ἈράA.Ch.692,
πράγματαA.Supp.468,
δυσπάλαιστόν ἐστιν ἀμαθία κακόνS.Fr.924,
γῆραςE.Supp.1108,
τύχαE.Alc.889,
μοῖραMoschio Trag.12,
δύναμιςX.HG 5.2.18, en la palestra ref. atletas, Philostr.Gym.40.