< δυσπρόσοδος
δυσπρόσοπτος >
δυσπρόσοιστος
,
-ον
inaccesible al diálogo
,
difícil de abordar
πατρὸς τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμα
S.
OC
1277.