δυσπραξία, -ας, ἡ
desgracia, mala suerte, infortunio
τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν ... οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ' ἐγώA.Pr.966,
οἴμοι ... τῆς ... ἐμῆς δυσπραξίαςS.OC 1399,
ἡ λίαν δ. λίαν διδοῦσα μεταβολάςun infortunio excesivo produce grandes cambios E.IT 721, cf. IA 903, Trag.Adesp.625.10, And.2.5,
πράσσων καλῶς μεμνήσω τῆς δυσπραξίαςMen.Comp.1.147,
ἀνὴρ ... δυσπραξίᾳ ληφθεὶςun hombre caído en desgracia, Com.Adesp.710.3,
δ. τῶν κατὰ τὴν οἰκίανHld.2.29.1,
ἐχθροὶ δὲ πάντες δυσπραξίᾳ ἀμείλικτοιPh.Prou. en Eus.PE 8.14.25
•en plu.
ἀμήχανοι δυσπραξίαιinfortunios irremediables A.Eu.769, de desgracias enviadas por los dioses, S.Ai.759,
op. εὐτυχίαιIsoc.6.102, Aristid.Or.23.38,
op. εὐπραξίαιArist.EN 1101b7,
αἱ ἐν ἔρωτι δυσπραξίαιPhld.Mus.4.15.3, de desgracias provocadas por los astros, Vett.Val.430.10
•en cont. milit., equiv. derrota
διὰ τὰς δυσπραξίας οἱ στρατιῶται περιδεεῖς γεγονότεςApp.Hisp.85, cf. Pun.108.