< δύσπορος
δυσποτμία >
δυσποτμέω
desesperar del destino
,
abatirse
τοῖς ἐν ταῖς πολυχρονίοις ἀρρωστίαις δυσποτμοῦσι
Plb.33.17.1, cf. D.S.31.43.