< δυσπολίτευτος
δυσπόνητος >
δυσπονής
,
-ές
1
penoso
,
fatigoso
κάματος
Od
.5.493.
2
adv. -έως
penosamente
,
con esfuerzo
δ. γάρ μιν Παιήονος ἔργα σαώσοι
Max.194.