δυσπολιόρκητος, -ον
inexpugnable, difícil de conquistar por asedio
χωρίονX.HG 4.8.5, LXX 2Ma.12.21, I.AI 2.249,
πολισμάτιονPlb.5.3.4,
κατὰ θάλατταν ... δυσπολιόρκητον οὖσαν τὴν πόλινD.S.17.40, cf. 22.10
•subst. τὸ δ. inexpugnabilidad Corn.ND 20.